- πανάθεσμος
- πανάθεσμοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανάθεσμος — πανάθεσμος, ον (Α) παράνομος από κάθε άποψη. επίρρ... παναθέσμως (Μ) με εντελώς παράνομο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθεσμος «άνομος»] … Dictionary of Greek
παναθέσμως — πανάθεσμος adverbial πανάθεσμος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθεσμον — πανάθεσμος masc/fem acc sg πανάθεσμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάθεσμοι — πανάθεσμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek
παναθέσμιος — παναθέσμιος, ον (Α) πανάθεσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθεσμος + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek